εὐεπηρέαστον

εὐεπηρέαστον
εὐεπηρέαστος
exposed to harm
masc/fem acc sg
εὐεπηρέαστος
exposed to harm
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευεπηρέαστος — η, ο (Α εὐεπηρέαστος, ον) 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεπηρέαστον το να επηρεάζεται κάποιος εύκολα («τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας τὸ εὐεπηρέαστον», Ιωάνν. Χρυσ.). αρχ. εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σε κακό («εὐεπηρέαστος ὑπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”